συνδαύλιση

συνδαύλιση
η, Ν
1. η ενέργεια τού συνδαυλίζω, ανασκάλισμα τής φωτιάς προκειμένου να αναζωπυρωθεί
2. μτφ. αναμόχλευση, αναζωπύρωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνδαυλίζω. Η λ., στον λόγιο τ. συνδαύλισις, μαρτυρείται από το 1857 στον Σ. Α. Κουμανούδη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • συνδαυλισμός — ο, Ν [συνδαυλίζω] συνδαύλιση …   Dictionary of Greek

  • συνδαυλιστήριο — το, Ν όργανο με το οποίο γίνεται συνδαύλιση. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνδαυλίζω + επίθημα τήριο (πρβλ. σκαλισ τήρι[ο])] …   Dictionary of Greek

  • συνδαύλισμα — και συνταύλισμα, το, Ν [συνδαυλίζω] συνδαύλιση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”